- τριπλάνο
- το, Ν(αεροπ.) αεροπλάνο που έχει τρεις επιφάνειες στήριξης.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. triplane < tri- (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + plane < γαλλ. planer (πρβλ. πλανάρω) < λατ. planum «επίπεδη επιφάνεια»].
Dictionary of Greek. 2013.